- ναυτώνας
- οκτήριο ή πλοίο το οποίο χρησιμεύει ως χώρος διαμονής για τους ναύτες που εργάζονται σε ναυστάθμους ή σε άλλες ναυτικές υπηρεσίες ξηράς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + κατάλ. -ώνας, (πρβλ στρατ-ώνας). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.